- τόρνευμα
- τόρνευμαwhirling motionneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τόρνευμα — το, ΝΜΑ και τόρνεμα Ν [τορνεύω] νεοελλ. 1. η τόρνευση, το τορνάρισμα 2. το αποτέλεσμα τού τορνεύω, έργο επεξεργασμένο στον τόρνο μσν. αρχ. στον πληθ. τὰ τορνεύματα τα ξύσματα από την τόρνευση, πριονίδια, ρινίσματα αρχ. η περιστροφική κίνηση τού… … Dictionary of Greek
τορνευμάτων — τόρνευμα whirling motion neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορνεύματα — τόρνευμα whirling motion neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τορνεύματ' — τορνεύματα , τόρνευμα whirling motion neut nom/voc/acc pl τορνεύματι , τόρνευμα whirling motion neut dat sg τορνεύματε , τόρνευμα whirling motion neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
TOREUMA — apud Martialem, l. 4. Epigr. 39. v. 4. Solus Phidiaci toreuma caeli, Solus Mentoreos habes labores: Latinis vox usitata, de vasculo argenteo caelato, proprie sumitur. Est enim τορἐυειν caelare: quod male quidam confundunt cum τορνἐυειν, tornare… … Hofmann J. Lexicon universale
εντορνία — ἐντορνία, η (Α) η ενέργεια τού εντορνεύω, η τόρνευση, το τόρνευμα … Dictionary of Greek
τόρνεμα — το, Ν βλ. τόρνευμα … Dictionary of Greek